- ελασματοειδής
- -έςαυτός που μοιάζει με έλασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελασματοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που μοιάζει με έλασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ελασματώδης — ες ελασματοειδής … Dictionary of Greek
λιθοκοράλλια ή σκληρακτίνια — (madreporaria ή scleractinia). Τάξη κνιδοζώων της ομοταξίας των ανθοζώων. Πρόκειται για οργανισμούς συγγενικούς με τις θαλάσσιες ανεμώνες, με τη διαφορά ότι εκκρίνουν ένα σκληρό ασβεστολιθικό εξωσκελετό. Το ιδρυτικό άτομο της αποικίας εκκρίνει… … Dictionary of Greek